- στεφανηφόρῳ
- στεφανήφοροςwearing a crownmasc/fem/neut dat sgστεφανηφόροςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφανηφορώ — στεφανηφορῶ, έω, ΝΜΑ, και στεφανοφορῶ, έω, ΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορῶ Α [στεφανηφόρος] (αμτβ.) φορώ στέφανο, είμαι στεφανωμένος αρχ. (για άρχοντα) έχω το δικαίωμα να φορώ στέφανο κατά τη διάρκεια τής θητείας μου … Dictionary of Greek
στεφανοφορώ — έω, ΜΑ βλ.στεφανηφορώ … Dictionary of Greek
στεφηφορώ — έω, ΜΑ [στεφηφόρος] στεφανηφορώ … Dictionary of Greek
συστεφανηφορώ — έω, Α φορώ στέφανο ή στέμμα μαζί με άλλον («σύν μοι πῑνε, συνήβα, συνέρα, συστεφανηφόρει», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στεφανηφορῶ «φέρω στέφανο ή στέμμα») … Dictionary of Greek
φαλληφορώ — και φαλλοφορῶ, έω, Αγιορτάζω τα φαλληφόρια, περιφέρω τον φαλλό σε διονυσιακή τελετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + φορῶ (< φόρος < φέρω). Το η τού τ. φαλληφορῶ, πιθ. αναλογικά προς το στεφανηφορῶ] … Dictionary of Greek